- κάμπτεται
- κάμπτωkam̃p-aspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιγαίου, ηφαιστειακό τόξο — Τοξοειδής παράταξη ηφαιστείων του ελλαδικού χώρου, η οποία απλώνεται από την ανατολική Στερεά Ελλάδα μέχρι τον ανατολικό Αιγαίο, κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας. Είναι κυρτή προς τον νότο, αποτελείται από ηφαίστεια που έδρασαν κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek
αδροβεργίδα — η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών αποτελείται από μία βέργα, το ένα άκρο τής οποίας στηρίζεται στερεά στο έδαφος, το δε άλλο κάμπτεται, λυγίζεται προς τα κάτω στο λυγισμένο αυτό άκρο είναι δεμένο λεπτό σχοινί που καταλήγει σε θηλιά, με την οποία… … Dictionary of Greek
αθυμίαστος — η, ο και αθύμιαστος (Α ἀθυμίαστος, ίαστον) [θυμιάζω] 1. αυτός που δεν έχει θυμιαστεί, αλιβάνιστος 2. αυτός που δεν έχει επαινεθεί με λόγια κολακευτικά 3. αυτός που δεν δέχεται, δεν κάμπτεται από κολακείες 4. (ειρωνικά) αυτός που δεν έχει υβρισθεί … Dictionary of Greek
ακατάκαμπτος — ἀκατάκαμπτος, ον (Μ) [κατακάμπτω] αυτός που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει, ο αυστηρός … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αμφίγυος — ἀμφίγυος, ον (Α) 1. (για το δόρυ) ο αιχμηρός και κατά τα δυο άκρα, αμφίστομος 2. αυτός που γέρνει, που κάμπτεται και από τις δύο πλευρές, ελαστικός, εύκαμπτος 3. πιθανώς το επίθετο να δηλώνει και τον «δυνατό και στα δύο σκέλη, τον ισχυρό… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γονατώδης — ες (AM γονατώδης, ες) (για βλαστούς) γεμάτος γόνατα, κόμπους νεοελλ. 1. (για όργανα) αυτός ο οποίος κάμπτεται σαν το γόνατο 2. φρ. «γονατώδη σώματα» προεξοχές τού πίσω τμήματος τού οπτικού θαλάμου … Dictionary of Greek